-
1 повторный
επ.επαναλαμβανόμενος δεύτερη φορά• δεύτερος•повторный медицинский осмотр δεύτερη ιατρική εξέταση•
-ое объяснение εξήγηση για δεύτερη φορά•
-ая пахота όργωμα για δεύ-ρη φορά, δευτέρωμα (διβόλι).
-
2 вторично
-
3 вторичный
επ.1. δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις•-ое извещение δεύτερη ειδοποίηση• δεύτερο ειδοποιητήριο.
2. δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού).3. δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων. -
4 вторично
втори́чн||онареч γιά δεύτερη φορά, ἐκ δευτέρου. -
5 вторичный
втори́чн||ыйприл1. (повторный) γιά δεύτερη φορά, ἐπαναληπτικός, δεύτερος·2. (производный) παράγωγος, παρεπόμενος·3. (второстепенный) δευτερεύων, δευτερογενής. -
6 вторично
[φταρίτσνα] επίρ. για δεύτερη φορά -
7 вторично
[φταρίτσνα] επίρ για δεύτερη φορά -
8 вторично
επίρ. (για) δεύτερη φορά, εκ δευτέρου, ξανά, πάλι. -
9 переторжка
-и θ. παλ.1. δημοπρασία για δεύτερη φορά.2. μεταπούληση. -
10 пропеть
ρ.σ.μ.1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.
|| κελαηδώ•всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.
|| σαλπίζω, σημαίνωкавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•
оси ο το κεφάλι.
2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
δευτεροδιαλαλώ — για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek